βρέχω

βρέχω
έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος
1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο.
2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου.
3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος.
4. φρ., «Του τις έβρεξα», τον έδειρα· «Έφυγε σαν βρεγμένη γάτα», έφυγε ντροπιασμένος· «Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει», για τους αδιάφορους ή τους μοιρολάτρες· «Πέρα βρέχει», για τους απρόσεχτους και αδιάφορους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βρέχω — Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — βρέχω, έβρεξα βλ. πίν. 31 (και ως απρόσ. βρέχει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • βρέχον — βρέχω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρεγμένα — βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβρεγμένᾱ , βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξαι — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat mid 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) aor inf act βρέξαῑ , βρέχω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξον — βρέχω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act masc voc sg βρέχω Acut. (Sp.) fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέξω — βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg βρέχω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχεσθε — βρέχω Acut. (Sp.) pres imperat mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd pl βρέχω Acut. (Sp.) imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχῃ — βρέχω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”