- βρέχω
- έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο.2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου.3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος.4. φρ., «Του τις έβρεξα», τον έδειρα· «Έφυγε σαν βρεγμένη γάτα», έφυγε ντροπιασμένος· «Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει», για τους αδιάφορους ή τους μοιρολάτρες· «Πέρα βρέχει», για τους απρόσεχτους και αδιάφορους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.